- πολύολβος
- -ον, Α1. (για πρόσ. και τόπο) αυτός που έχει προικιστεί με πολύν όλβο, με πολλή ευδαιμονία, πολύ ευτυχισμένος (α. «πολύολβος Ἠμαθίς», Ανθ. Παλ.β. «Κούρητες πολύολβοι», Δίον. Περ.)2. (για πράγματα) πολύ άφθονος («πολύολβος ἐδωδή», Ανθ. Παλ.)3. (για θεότητες και φυσικές δυνάμεις) αυτός που παρέχει πολλή ευδαιμονία («πολύολβος Ἀφροδίτα», Σαπφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ὄλβος «ευμάρεια, πλούτος» (πρβλ. υπέρ-ολβος)].
Dictionary of Greek. 2013.